Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αυτό το τζάκι δέν

  • 1 τραβώ

    τραβάω (αόρ. (ε)τράβηξα, παθ. αόρ. τραβήχτηκα) 1. μετ.
    1) тянуть, тащить;

    τραβ τό σχοινί — тянуть верёвку;

    μη με τραβας — не тяни меня;

    τραβώ από το μανίκι — тянуть за рукав;

    κανείς δεν τον τραβάει με το ζόρι — его никто силой не тянет;

    2) дёргать, теребить; трепать, драть;

    τραβώ (από) τα μαλλιά (τό αυτί) — драть (трепать, таскать) за волосы (за уши);

    3) щипать (траву и т. п.);
    4) вытягивать, вытаскивать;

    τραβώ τη βάρκα στην αμμουδιά — вытаскивать лодку на берег;

    5) натягивать;
    τραβώ το σκοινί натягивать верёвку; 6) притягивать; 7) вытаскивать, вынимать; выхватывать (из ножен, кобуры); 8) черпать, выкачивать (воду, вино);

    τραβ νερό απ' το πηγάδι — доставать воду из колодца;

    9) наносить (удар, оскорбление);
    του τράβηξα ένα μπάτσο я дал ему пощёчину; του τράβηξε μιά πιστολιά он выстрелил в него из пистолета; του τράβηξα ένα βρισίδι я его оскорбил; 10) перен. тянуть, затягивать;

    τραβ μιαν υπόθεση — затягивать дело;

    11) втягивать (внутрь);

    τραβ μιά ρουφηξιά — затягиваться (папиросой и т. п.);

    12) затягивать (о болоте);
    13) требовать (дополнения к чему-л.);

    η σαρδέλλα τραβάει κρασί κ — сардинам идёт вино, сардины требуют вина;

    14) перен. влечь, тянуть; привлекать;

    τον τραβάει η επιστήμη — его влечёт к науке;

    με τραβάει

    στην πατρίδα меня тянет на родину;

    δεν με τραβάει η συντροφιά τους — меня не привлекает их компания;

    15) перен. брать, забирать;

    τραβώ λεφτά από... — брать деньги (из банка, с книжки и т. п.);

    τραβώ τό παιδί απ' το σχολειό — забирать ребёнка из школы;

    16) впитывать (воду, чернила и т. п.);
    17) терпеть, выносить, испытывать; τράβηξα πολλά (βάσανα) я много перенёс; 18) идти (с определённой скоростью); покрывать (расстояние);

    τό βαπόρι τραβάει δέκα μίλλια την ώρα — пароход делает десять миль в час;

    19) покупать, потреблять;

    καπνό, σταφίδα, κρασί, τα τραβάει το εξωτερικό — табак, изюм, вино идут за границу;

    20) эк выдавать (вексель);
    21) полигр, печатать; 22) карт, брать, тянуть (карту);

    § τραβώ γραμμή — проводить линию;

    τραβώ κουπί — грести;

    τραβάω τα μαλλιά μου — рвать на себе волосы;

    τραβώ κορδέλλα — тянуть резину;

    τραβώ κλήρο — тянуть жребий;

    τραβώ χέρι — отказываться, отходить (от какого-л. дела), бросать (какое-л. дело);

    τραβάω το διάβολο μου (με κάποιον) — измучиться (с кем-л.);

    τραβά η καρδιά μου... — сердце просит...; — мне очень хочется...;

    τον τραβά από τη μύτη — она водит его за нос;

    ο μήνας τραβάει τριανταμία — в этом месяце тридцать один день;

    τα ίδια τράβηξε και με τον άλλο то же самое произошло и с другим;

    τό ντουφέκι μου τραβάει πενήντα μέτρα — моё ружьё бьёт на пятьдесят метров;

    2. αμετ.
    1) идти, направляться;

    πού τραβας; — куда ты направился?;

    τράβα ίσια иди прямо;
    τράβα πάρα πέρα посторонись; 2) тянуть, обладать тягой (о печи и т. п.);

    αυτό το τζάκι δέντραβάει — в этой печи плохая тяга;

    3) тянуться, длиться; затягиваться;
    η αρρώστεια μου τράβηξε δυό μήνες болезнь моя длилась два месяца;

    τραβάει σε μάκρος αύτη η δουλειά — работа затягивается;

    4) затягиваться (папиросой и т. п.);
    § τράβα εμπρός! а) проходи!; б) вперёд!, не трусь!; τράβα στη δουλειά σου занимайся своим делом, не лезь в чужие дела;

    τραβιέμαι, τραβιοδμαι, τραβιώμαι

    1) — уходить, удаляться; — отходить;

    τραβιέμαι από την πολιτική — отойти от политики;

    2) быть сносным, терпимым;

    δεν τραβιέται αυτός ο καημός — это невыносимое горе;

    3) иметь спрос (о товаре);
    4) сторониться; τραβήξου! посторонись!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τραβώ

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»